δεκατόμετρο

δεκατόμετρο
Μονάδα που ισοδυναμεί με ένα δέκατο του μέτρου (σύμβ. dm). Το τετραγωνικό δ. είναι μέτρο επιφάνειας, ισοδύναμο με τετράγωνο που έχει πλευρά ενός δ. (συμβ. dm2). Το κυβικό δ. είναι μονάδα μέτρησης όγκου, ισοδύναμη με κύβο ακμής ενός δ. (συμβ. dm3).
* * *
το
1. το υποδεκάμετρο, το ένα δέκατο τού μέτρου
2. φρ. α) «τετραγωνικό δεκατόμετρο» — το ένα δέκατο τού τετραγωνικού μέτρου
β) «κυβικό δεκατόμετρο» — κύβος με ακμή ενός δεκατομέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίτρο — Μετρική μονάδα όγκου που καθορίστηκε σύμφωνα με την απόφαση της 3ης Διεθνούς Συνδιάσκεψης Μέτρων και Σταθμών (1901) ως ο όγκος που καταλαμβάνει ένα κιλό καθαρού νερού στη θερμοκρασία της μέγιστης πυκνότητας του νερού (4°C) και σε κανονική… …   Dictionary of Greek

  • παρμάκ — το άκλ. μετρολ. τουρκική μονάδα μήκους ίση προς ένα δεκατόμετρο …   Dictionary of Greek

  • χωρητικότητα — Μέτρο της ικανότητας ενός μη ελαστικού περιβλήματος να περιέχει αέρια, υγρά ή άνυδρα στερεά, τα οποία παίρνουν το σχήμα του δοχείου που τα περιέχει. Στην πράξη η χ. ενός δοχείου συμπίπτει με τον εσωτερικό του όγκο. Στο δεκαδικό μετρικό σύστημα, η …   Dictionary of Greek

  • υποδεκάμετρο — το 1. το ένα δέκατο του μέτρου, δεκατόμετρο, παλάμη, δέκα πόντοι. 2. μικρή ρίγα μήκους δέκα εκατοστών του μ. ή και μεγαλύτερη, υποδιαιρεμένη σε δέκα εκατοστόμετρα και εκατό χιλιοστόμετρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”