- δεκατόμετρο
- Μονάδα που ισοδυναμεί με ένα δέκατο του μέτρου (σύμβ. dm). Το τετραγωνικό δ. είναι μέτρο επιφάνειας, ισοδύναμο με τετράγωνο που έχει πλευρά ενός δ. (συμβ. dm2). Το κυβικό δ. είναι μονάδα μέτρησης όγκου, ισοδύναμη με κύβο ακμής ενός δ. (συμβ. dm3).
* * *το1. το υποδεκάμετρο, το ένα δέκατο τού μέτρου2. φρ. α) «τετραγωνικό δεκατόμετρο» — το ένα δέκατο τού τετραγωνικού μέτρουβ) «κυβικό δεκατόμετρο» — κύβος με ακμή ενός δεκατομέτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].
Dictionary of Greek. 2013.